- ἠῷον
- ἠῷοςat break of daymasc acc sgἠῷοςat break of dayneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηώος — ἠῷος και αττ. τ. ἑῷος, ῴα, ῷον (Α) [ηώς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηώ, στην αυγή, αυγινός («ἠῷος ἀλέκτωρ», Ανθ. Παλ.) 2. ανατολικός («Πέρσης ἀνὴρ ἐπάγων... τὸν ἠῷον στρατόν», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek